- προψυχω
- προψύχωπρο-ψύχω(ῡ) предварительно охлаждать Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προψύχω — Α [ψύχω] (κυρίως σχετικά με το κρασί) παγώνω από πριν … Dictionary of Greek
προψυχρίζω — Α προψύχω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ψυχρίζω «ψύχω, κρυώνω, παγώνω»] … Dictionary of Greek